- ἐντρανής
- ἐντρᾱν-ής, ές,A clear, manifest, PMasp.32.54 (vi A. D.).II ἐντρανῆ τόνον· ἰσχυρόν, Hsch. (ἐντραγήτονον cod.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εντρανής — ἐντρανής, ές (AM) [εντρανής] ζωηρός, δυνατός, ισχυρός μσν. στενής, στυλωμένος («ἰδὼν Ροδάνθην ἐντρανεστέραις κόραις») αρχ. φανερός, πρόδηλος, σαφής, κατηγορηματικός. επίρρ... ἐντρανῶς 1. με επιμονή, θαρρετά 2. δυνατά, ζωηρά … Dictionary of Greek
έντρανος — ἔντρανος, ον (Μ) (για βλέμμα) Ι. εντρανής*, ατενής, στυλωμένος («όφθαλμοῑς ἐντράνοις θεάσασθαι») ΙΙ. επίρρ. ἔντρανον και ἐντρανῶς και ἐντράνως 1. ατενώς, επίμονα, θαρρετά 2. δυνατά, ζωηρά … Dictionary of Greek